- ὕδρωμα
- ὕδρ-ωμα, ατος, τό,A = ὕδρευμα, CIG4837 ([place name] Egypt).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ύδρωμα — το, Ν νεοελλ. 1. εφίδρωση 2. ιατρ. κυστοειδής όγκος γεμάτος υγρό αρχ. αγγείο άντλησης νερού, υδρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ + κατάλ. ωμα] … Dictionary of Greek